ἐξαλείψω

ἐξαλείψω
ἐξᾱλείψω , ἐξαλείφω
plaster
aor ind mid 2nd sg (doric aeolic)
ἐξαλείφω
plaster
aor subj act 1st sg
ἐξαλείφω
plaster
fut ind act 1st sg
ἐξαλείφω
plaster
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταπολεμώ — (AM καταπολεμώ, έω) 1. κατανικώ 2. αγωνίζομαι εναντίον κάποιου νεοελλ. μτφ. 1. αγωνίζομαι να καταστείλω ή να εξαλείψω κάτι («δεν μπορούν να καταπολεμήσουν την ακρίδα») 2. αντιπράττω, αντιπολιτεύομαι («αν και ήμουν φίλος σου εσύ μέ καταπολεμάς») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”